- πρόφερε
- προφέρωbring beforepres imperat act 2nd sgπροφέρωbring beforeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… … Dictionary of Greek
ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
ψευδός — ή, ό, Ν αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
Φαρνάκης — Όνομα 2 βασιλιάδων του Πόντου. 1. Φ. A’. Βασίλευσε περίπου από το 185 έως το 170 ή 169 π.Χ. Αφού απαλλάχθηκε από την κυριαρχία των Σελευκιδών, όρισε πρωτεύουσά του την Αμάσεια αρχικά και τη Σινώπη αργότερα και προσπάθησε να επεκταθεί σε βάρος της … Dictionary of Greek
έμφαση — η 1. σαφής δήλωση μιας έννοιας. 2. έντονη έκφραση, υπογραμμισμός: Πρόφερε το «ναι» με έμφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφέρω — και προφέρνω πρόφερα 1. λέω λέξεις ή φθόγγους: Δεν μπορεί να προφέρει το ρ. 2. ξεστομίζω: Μόλις συνήλθε πρόφερε μια λέξη, αλλά δεν την καταλάβαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)